- υπερφρονώ
- -έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, -ονος]1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ.β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.)2. υπερέχω, ξεπερνώ κάποιον σε κάτι (α. «συνέσει πάντας ὑπερεφρόνει», Αθηναγ.β. «ὑπερφρονοῡντες ἱστορίᾶ τὸν δῆμον», Αισχίν.)αρχ.1. φέρομαι αλαζονικά («μὴ ὑπερφρονεῑν παρ' ὃ δεῑ φρονεῑν, ἀλλὰ φρονεῑν εἰς τὸ σωφρονεῑν», ΚΔ)2. υπερηφανεύομαι για κάτι («τὸν δὲ λόγον, ᾧ ὑπερπεφρόνηκας, ἐθέλω διελθεῑν, Πλάτ.)3. κρίνω με επιπολαιότητα («τῶν καθεστώτων νόμων ὑπερφρονεῑν δύνασθαι», Αριστοφ.)4. είμαι πολύ προσεκτικός σε κάτι («οὐ παρέκοπτε Δημόκριτος, ἀλλὰ πάντα ὑπερεφρόνεε καὶ ἡμᾱς ἐσωφρόνιζε», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.